- αβάσκαντος
- -η, -ο (Α ἀβάσκαντος, -ον) [βασκαίνω]1. αυτός που δεν βασκάνθηκε ή δεν μπορεί να βασκανθεί2. αυτός που δεν βασκαίνει, δεν βλάπτει, δεν ματιάζει(νεοελλ., το ουδ. ως ουσ.) το αβάσκαντοτο φυλαχτό που εμποδίζει τη βασκανία (πρβλ. αρχ. φυλακτήριον, περίαπτον).
Dictionary of Greek. 2013.